Βασίλης Μιχαηλίδης
Η Χιώτισσα εν Λεμεσώ, κατά το 1821
Αντάν εκόψαν τους Δεσποτάες
Μες σ κ` είν τα βάσανα τα πολλά,
πούρταν καμπόσοι Αρναουτάες
στην Λεμεσόν με το Χατζιαλάν
κ` είχαν τον μαύρον Χάρον μιτά τους
κ` ο κόσμος έτρεμεν τάρματά τους,
πούτουν οι τόποι νεκατσ`ιασμένοι
κάθε καντούνιν κ`αι μαχαλλάς
κ` ήτουν στα σπίδκια τους τρυπωμένοι
που τα σουρούπκια του φού οι λάς,
10
πάνω στην βράσην κ` είν του θανάτου
εις της Αγιάνναπας την μερκάν
τα λιοβουττήματα νού Σαββάτου
πώξω μιας πόρτας είχ`εν μιάν ρκάν
δκιακονητίναν κ` επαρακάλεν
με την βραγνήν της φωνήν κ` ελάλεν:
-Κάμε, κ`υρά μου, το ψυχ`ικόν σου
κ` εμέν τανήμπορου του μιστού,
να σου χαρύν ο Θεός το φώς σου
κ`ι άς έν για τώνομαν του Γριστού.
20
Ευτύς αννοίει κ`αι πος`κ`επάζει
πώναν πορτίν του παναθυρκού
πουπανωθκιόν της κ`ιαναστενάζει
σγιάν την αγ`γ`έλισαν μια Τουρκού.
Θωρεί την ρκάν κ`αι πάλε θωρεί την
κ`αι με το νέψιμόν της καλιεί την.
Η ρκα εβώβωσεν στην θωρκάν της
κ` έν είπεν λόον ποκ`εί κ`αι κ`εί,
γιατ είδεν άρπα την ομορφκιάν της
κ` εστάθην κ` έμεινεν ξηστηκ`ή.
30
Αναστενάζ η Τουρκού παππέσσω
κ` είπεν περίλυπη σιανά:
-Βουράτε, σκλάβες, φέρτε την έσσω
τούν την Ρωμαίσσαν πού δκιακονά.
Κ` ευτύς οι σκλάβες με την χαράν τους
βουρούν, κ` εφέραν την στην κ`υράν τους.
Ότι κ` εστράφησαν κ` εσταθήκαν
κ` εκαρτερούσασιν να τους πή,
μ έναν της νέψιμον εχαθήκαν
άψαν κ` εσβήσασιν σγιάν στραπή.
40
Πριχού ν αρκέψη να πή το πείν της
η πληξημιά η Τουρκού στην ρκάν,
το κλάμαν έπνιξεν την φωνήν της
κ`αι πκιόν δεν είχ`εν παρηορκάν.
Αννοίει η ρκά κ`αι παρηορά την
κ`ι ούλα την μάναν της αρωτά την:
-Είντα χ`εις, κόρη μου, πικραμμένη
κ` έχ`εις τα μμάδκια σου ποταμούς;
πέ μου κ`αι μεν πής πως είμαι ξένη·
δεν έχ`ει πλάσμαν δίχως καμούς.
50
Μέσ στούν τον κόσμον, κόρη μου, ζ`ούμεν
κ` έχομεν ούλλοι μας το γραφτόν·
που την βουλήν του Θεού να βκούμεν
δεν είναι, κόρη μου, βουλετόν.
Έχουμεν ούλλοι δικούς θαμμένους·
ο Χάρος πκοιούς δεν έχ`ει καμένους;
Ή πλήξη πώπαθεν η καρδκιά σου
σφάζει κ`αι Τούρκον κ`αι Γρισκιανόν·
θέλω να μείνω κόμα μιτά σου
κ` ας πα να χάσω το Σπερινόν.
60
Περίτου άψασιν τα λαμπρά της,
περίτου η πλήξη την συμπουρκά,
περίτου έκρουσεν η καρκιά της
απού τα λόγια πούπεν η ρκά.
Κ`αι σαν αρνάδα ωεροκαμένη
ππεφτει στο στήθος της ρκάς κλαμένη
κ`ι αρκ`εύκει φίλημαν του σταυρού της
κ` η σκοτωμένη της η φωνή
κρυφή εξέβηκ`εν του λαιμού της:
-’χ! είμαι, θκειούλλα μου, Γριστιανή.
70
-Πάψε τα δάρκα σου, πκιον κανέι σε
πάνω στες βούκ`κ`ες σου να κ`υλούν
κ`αι πέ μου, κόρη μου, πόθθεν είσαι
κ`αι τώνομάν σου πώς το λαλούν.
-Από την Χίον την μακ`ελλεμένην
κ`αι τώνομάν μου λαλούν μ Ελένη.
-Κ`αι πκοιοί, κορούλλα μου, σ ετουρκ`έψαν;
κ`αι πκοιοί σου κάμαν τούν το κακόν;
γονιούς δεν είχ`ες, κ` εν σε γυρέψαν;
μαγκου δεν είχ`ες μακροδικόν;
80
-Κ`αι που εν κ`είνος ο νούς, α θκειούλλα,
κ`αι κ`είν η όρεξη κ` η ζωή,
κ`αι που εν κ`είν η γερή καρτούλλα
πων να τα πή κ`αι να μέν ραή·
θωρώ νεκρούς κόμα ομπροστά μου·
κ` εν ο βασμός κόμα μέσ στα φκιά μου·
ήτουν της σόρτας μου, θκειά, κ` εμέναν
να δώ την Χίον μου μακ`ελλειόν,
να ππέσω δίχως γονιούς στα ξένα
κ`αι να με τρώη το νεκαλειόν.
90
Η Τρίτη εν μέρα καταραμένη
κ` ήτουν η μέρα τούν του κακού
κ` είμαστον έσσω μας τρυπωμένοι
απού τον φόον του μαχ`αιρκού·
κ`αι με τον φόον εις την καρκιάν τους
οι λας εβκήκαν εις την δουλειάν τους.
Που τον κ`αιρόν της Λαμπρής που κάμαν
κ`ειν ταλλησμόνητον μακ`ελλειόν
που τότες έν μας λείπει το κλάμαν·
πάντα με πίκρες κ`αι νεκαλειόν.
100
Κ`είν την ημέραν κ`αι κ`είν την ώραν
που γίνην πάλε τούν το κακόν
αρφός μου ήτουν έξω στην Χώραν
κ`ι ο κ`ύρης μούτουν εις το χωρκόν
κ` οι Τούρκ`οι έξω αρματωμένοι
εκαρτερούσαν τριβικ`ιασμένοι·
Εγιώ κ` η μάνα μου οι πικραμμένες
είχαμεν πάντα παραγ`γ`ελιάν
κ` ήμαστον έσσω ρωμανισμένες
προσκολισμένες εις την δουλειάν.
110
Εγιώνη επότιζα τα καβάκ`ια
κ` ήτουν το χώμαν πολλά σκλερόν
κ` είχαν κ`αι σύρπην πολλήν ταυλάκ`ια
κ`ι ούλλον κ` εσταλωνεν το νερόν·
κ` ήμουν βκιαστή κ`αι δισπιρκασμένη
κ` ήμουν δρωμένη κ`αι ποσταμένη·
η μάνα μώθεν να ξηντιλήση
του πιθαρκού τον καταστατόν
κ` επεριπκοιέτουν ν ανανακ`ινήση
νάκκον προζύμιν για ζυμωτόν.
120
Θεέ μου, μεν δώκης έτσι σόρταν!
κάλλιον το πλάσμαν να μέν πλαστή:
Ακούω μιάν πουμπουρκάν στην πόρταω
κ`αι ππέφτ η πόρτα χαμαί σωστή
κ`αι μέναν βρύχος κ` έναν χωχώιν
εδωκεν έσσω το Τουρκολόιν.
Εγιώ τιτσίρα, μεσοντυμένη,
που την πολλήν μου την αντροπήν
έμεινα μεσ στα δέντρα χωσμένη
κ` είχα τα μμάδκια μου σαν στραπήν.
130
Επεριπκοιούνταν να μπούν να σφάξουν
να μπούν ν αρπάξουσιν, κ`αι πριχού
που την αυλήν κόμα να δκιαλλάξουν
έμπην της πόρτας κατά λαχού
αρματωμένος ευτύς ο αρφός μου
κ`ι ούλλα που νάμπηκεν ο Θεός μου.
Λαλεί τους-Τούρκ`οι, σταθήτε πίσω·
αν ηδκιαλλάξετε ας`κ`ελλιάν
εν να βουττήσω να σας μελίσω·
κ`αι κ`είν επαίξαν μιάν πιστολιάν.
140
Ότι κ`ι ακούστην η πιστολιά τους
ευτύς σκουλλίζει τον ο θυμός
κ` επλατυδκιάστηκ`εν ομπροστά τους
κ` εγίνην κόκ`κ`ινος κ`αι χλωμός
κ`αι θαμπωμένος απού το γαίμαν
άρκ`εψεν πόλεμον κ` επολέμαν·
τάρματα πκιόν εστραφτοκοπούσαν,
επουμπουρίζαν οι πιστολιές
κ`αι τα κορμιά εκουτρουμπελλούσαν
κατακομμένα που τες ππαλιές.
150
Έτυχ`εν ένας να με πεισκάση
κ` έρκετουν ούλλα τον ποταμόν,
ούλλα τον σίφφουναν να με πκιάση
κ` εφώναξα του με τον θυμόν:
-Φύε, παράπλασμαν, μέν με πκιάσης,
φύε κοντά μου μέν κοστερκάσης.
Έβλεπου πάνω μου μεν δικλήσης
γιατι στραώννει σε ο σταυρός.
Έβλεπου πάνω μου μέν τανύσης,
γιατι μεινείσκεις ευτύς λορός.
160
Σύρνω την τσάππαν μου πηλωμένην
να τον ηρτώσω μεσ στα μυαλά
μα κ`είνος έρριψεν με φυρμένην
με μιαν γροθκιάν του μεσ στα πηλά.
Δεν είχα μάναν, δεν είχα κ`ύρην
μήτε κανέναν να με ποφύρη
κ`αι πκιόν δεν ένωθα, θκειούλλα, τάξην·
έμεινα τέλεια σαν την νεκρήν·
ήτουν καλλιόν μου νείεν με σφάξη
παρά να ζ`ώ τσι ζωήν πικρήν.
170
Ύστερα, πώφερα τα μυαλά μου,
άκουσα τούρκ`ικ`ην συντυχ`ιάν·
είδα Τουρκούδες πολλές κοντά μου
κ` εφόρουν τούρκ`ικ`ην φορες`ιάν·
τούρκ`ικον σπίτιν, τούρκ`ικα ούλλα,
που νείεν μεν είεν πλαστώ, θκειούλλα.
Γυρέυκω; έλειπεν ο σταυρός μου,
πούχα κρεμμάμενον στον λαιμόν.
Αχ! είπα· αρνήθην με ο Χριστός μου
κ`αι πκιόν εγύρευκα σκοτωμόν.
180
Γύριση μέρα πρίν να χαράξη,
πριχού να κράξουν οι πετεινοί,
κ`αι κόμα πλάσμαν πρίν να δκιαλλάξη
μεσ σ κ`είν την Χώραν την σκοτεινήν,
με τουν τον μπέην, πού να λορώση,
παίρνουν με κάμποσες κ`αι καμπόσοι
σ έναν καράβιν σαρπαρισμένον
κ` ηύρεν τον άνεμον περισσόν
κ` ευτύς ελάμνισεν το κλεισμένον
κ` ήρταμεν ις`α στην Λεμεσόν.
190
Πάσκισε, θκειούλλα μου, να γλυτώσω
κ`αι σαν να χτίζης μιάν εκκλης`ιάν.
-Μπορώ το γαίμαν μου να χ`ονώσω,
μα δεν σε φήννω μεσ στην Τοθρκ`ιάν·
μπορώ τον κόσμον να τον χαλάσω,
για ναύρω τρόπον να σε ποσπάσω.
-Νά, δκυό γρουσά ν άψης δκυό λαμπάες
στην Παναγίαν κ` εις τον Χριστόν·
κάμε παράκλησην με παπάες
να βοηθήσουν να ποσπαστώ.
200
Βκαίνν η γερόντισσα, πκιάννει στράταν
κ`αι μπαίνν ο Μπέης με μιάν Τουρκούν
κ`υπαρισσόκορμην, μαυρομμάταν,
μεσόγλωμην κ`αι στεγνοβουκκούν.
Θωρεί την καλήν του δαρκωμένην·
στα γόνατά της πουκουππισμένην.
Λαλεί της: Είντα χ`εις, Κιουλσαπά μου,
κ` είσαι κλαμένη πάλε τωρά;
Που τον κ`αιρόν που σ έχω μιτά μου,
δεν είδες στάξην κ`ι εσού χαράν.
210
Έχω σε μεσ στα γρουσά χωσμένην,
είσαι χωσμένη μεσ στα καλά
είντα χ`εις κ` είσαι πάντα κλαμένη
κ`αι η μουτσούνα σου δεν γελά;
Αν έχ`εις τίποτε που σε λείπει,
πέ μου· γιατί να σε τρώη η λύπη;
Αν πής που σκλάβες; έχ`εις βριμίδιν·
αν πής που σκλάβους; έχ`εις κοπήν·
αν πής που ρούχα, που στολίδιν;
έχω σου στοίβες, δεν θέλω πείν.
220
Εσέν πο ούλλες σας, Κιουλσαπά μου,
ήρτεν η σόρτα σου βολικά
κ` έππεσες άρπα στα μερτικά μου
για να δκιαβαίννης βασιλικά.
Είντα κακόν εν τούτον μιτά σου
κ` έν ημπορεί να χαρή η καρδκιά σου;
αν τύχ`η κ` είπεν καμμιά Ρωμαίσσα
πως έχ`εις Τούρκον να σ αγαπά
κ`αι η καρδκιά σου κρούζη που μέσα,
πέ μου το, μεν κρυφτής, Κιουλσαπά.
230
Κάμνω να κλάψουν ευτύς μανάες,
τον κόσμον κάμνω τον γερημιάν·
στήννω σου πύρκους με κ`εφαλάες,
στήννω σου κάστρα με τα κορμιά·
κάμνω σου θάλασσαν με το γαίμαν
ευτύς σ`αι βρίσκω πκοιός εν το θέμαν.
Κ`ι΄αν θέλης, σφάξε τον μανιχ`ή σου,
αν θέλης, κάψε τον ζωντανόν,
αν θέλης, μέλισ τον απατή σου,
ναύρης σιούρκασην κ`αι παμόν.
240
-Μούλλωσε, μεν μου πής παραπάνω·
δεν θέλω φόνους κ`αι μακ`ελλειά·
ακούω κ` έν μπορώ νανασάνω·
βρίξε πκιόν πε μου για τα παλιά.
Εμέναν άλλος εν ο καμός μου:
ζ`ούν οι γονιοί μου κ`αι ζ`ή κ`ι ο αρφός μου;
-Ο ένας, έν-ι-ξέρς, ο γονιός σου·
να πώ το ψέμαν είντα φελά;
όμως η μάνα σου κ`ι ο αρφός σου
ζ`ούσιν κ`ι οι δκυό τους κ` έν κ`αι καλά.
250
Τούτ η χανούμισσα η νιώτατη
ήτουν κλαμένη μεσ στα στενά,
που τον αγάν της ήτουν φευκάτη
κ`αι για να μεν μείνη να πεινά,
άησ την έσσω να ζ`ή μιτά μας,
νάν με τες άλλες σκλάβες κοντά μας.
Τότες ο Μπέης δειπνά κ`αι φεύκει
κ`αι πάει έσσω του Χατζ`αλά
κ`αι η χαρά του κ`εί περισσεύκει,
γιατ ήτουν φίλοι κ` οι δκυό πολλά.
260
-Τότες ρωτά η κ`υρά την ξένην
μισοκλαμένη κ`αι σιανά
πως την λαλούσιν κ`αι πόθθεν ένι
κ`αι πως ευρέθην μεσ στα στενα.
-Μεν μ αρωτάς, κ`υρά μου, κ` η καμένη
είμαι πολλές πίκρες ποτισμένη.
Είμαι νωστάρμαστη με τρείς άλλες
μ έναν κ` οι τέσσερεις ασκερλήν
κ` ελοοφέραμεν τες προάλλες
κ`αι το κακόν εγίνην πολλύν.
270
Εχ`ει που τότες καστιορούν με
κ`αι μέραν νύχταν ξητιμασιές·
ό,τι κ`αν τύχ`η κακολοούν με·
η φάκκα πάνω της Αϊς`ές.
Αννοιξα κ` εβκήκα γιάλι γιάλι
κ` έπκιασα στράταν κ`ι όπου με βκάλη.
Είμαι, χανούμγκατη, που την Χώραν
κ`αι που γενιάν κ`αι σόρταν καλήν·
που νείεν κάψ ο Θεός την ώραν
που εγεννιούμουν εις το σελλίν.
280
Ήρτεν η Πέφτη κ`αι, πρίν σιγράση,
τριβικ`ιασμέν η Τουρκού σ`κ`υφτή
θωρεί π αππέσω που το καφάσιν
κ` η ρκά χαρούμενη κ`αι βκιαστή
έρκετουν έσσω της σκομαχώντα.
Πέμπει τες κλάβες ευτύς βουρώντα
κ`αι πάν κι εφέραν της την κοντά της.
Κ` είδαν πως ένεψεν την κ`υράν
κ` ευτύς εφύασιν π ομπροστά της
κ` αρκέφκ η ρκά γεμάτη χαράν:
290
-Ήρτεν, Ελένη μου, ο αρφός σου
κ` εκούκ`κ`ισά του τα μια χαρά
κ` εσυνορκ`ιάσαμεν τον φευκόν σου
κ` εν το καράβιν κ`αι καρτερά.
’ρκοψες νάσαι συνορκ`ιασμένη,
νάσαι σασμένη, περιποιμένη,
κ` εν να σου φέρω κ` εν να φορήσης,
ρούχα τους ναύτες μιάν φορησ`ιάν,
να βκης μιτά μου να μου κλουθήσης
εις τον γιαλόν σε μιάν εκκλησ`ιάν.
300
Η Αϊς`έ, π ακούει χωσμένη
που την αρκήν ως την υστερκάν,
χ`ονώννετ έσσω σαν πελλαμένη
κ`αι βάλλει μιαν φωνήν εις την ρκάν:
-Εις τον Χριστόν μας κ` εις τα παιδκιά σου,
να φέρης δκυό φορης`ιές μιτά σου·
λαλούν με ’νναν κ` είμ αρπαμένη
από την Χίον, κ`αι ταπισών
είμαι η άχαρη πουλημένη
κ`αι γορασμένη στην Λεμεσόν.
310
Κόρη μου, σφάζουν μας σαν αρνάες·
βρίξε, για όνομαν του Θεού.
Δεν είδες, κόρη μου, οι Δεσποτάες
είνταν πωπάθασιν κ`ιαμπροού;
Βλέπεστε, κόρη μου, με τον νούν σας,
να μεν πολλύνετε τους καμούς σας.
Εγιώ ν να φύω κ` εσείς σαστήτε·
να μεν σας νώση η μιά σας μερκά,
αν πεθυμάτε να ποσπαστήτε.
Είπεν τους. Κ` έφυεν πκιόν η ρκά.
320
’ρκ`εψαν πκιόν να περιποιθούσιν
κ`αι τους αγιούς να τάσσουν κ`ερκά
κ`αι τους αγιούς να παρακαλούσιν,
για νάρτ η ώρα πων νάρτ η ρκά.
Ήρτεν ο μπέης κ` ενέην έσσω
Κ` είδεν την κ`ι άψεν ευτύς παππέσσω.
Λαλεί-χαίρ ολλα, Κιουλσαπά μου!
θωρώ τα χ`είλη σου γελαστά,
είσαι χαρούμενη κ` η καρδκιά μου
που την χαράν φτεροπετά.
330
Πάλ εν να γράψω για τους γνιούς σου,
πάλ εν να μάθω κ`αι να σου πώ,
να σε ποσπάσω που τους καμούς σου
να μ αγαπάς κ`αι να σ αγαπώ.
Ψής κ`ι ο παραδεισος εν ομπρός μου
κ`ι΄ο κόσμος ούλλος ψής κ` εν δικός μου.
Έδκιουν το γαίμαν μου να ξεννοιάσης
να σου γυρίσ η πλήξη χαρά,
για να σε δώ να χαμογελάσης.
για να σε δω σαν είσαι τωρά.
340
Είδα σε κ`ι άννοιξεν η καρκιά μου·
ποττέ μου δεν είδα έτσι χαράν·
θέλω να χ`αίρεσαι, Κιουλσαπά μου,
να σ εύρω κ`ι άρκοψες σαν τωρά.
-Ένας Θεός ηξέρει που πάνω·
μπορεί να χ`αίρουμαι παραπάνω·
μπορεί να χ`αίρουμ εγιώ περιτού·
μπορεί να πλήσσης εσού πολλά·
στον κόσμον γένεται η βουλή του
κ`είνου ταθώρητου στα ψηλά.
350
Ο,τ εν γραφτόν σου κ` εσέν κ` εμέναν
απού τον Πλάστην μας εν δεχτόν·
για νάν ο άθρωπος πάντα έναν
εν εν, Αλή (μ)πεη, βολετόν.
-Τούτα τα λόγια σου τα μελένα
που την καρκιάν σου εν εβκαρμένα·
κ` εν ούλλον δίκ`ιον κ`αι μετρημένος
ο κάθε λόος σου που λαλείς.
Κ`ι ευτύς χαρούμενος κ`ι΄αππωμένος
δειπνά κ` εξέβηκ`εν ο Αλής.
360
Γύριση μέρα λαλεί: σαστήτε
ούλλες οι σκλάβες τα δειλινά
να πάτε νάκκον να δκιανευτήτε
εις τα περβόλια κ` εις τα οτενά.
Παρασκ`ευκήν ημέραν εν κρίμαν
νάσαστον έσσω σαν μεσ στο μνήμαν.
Εσού, Αϊς`ιέ, να μεν πας μιτά τους·
με τουν τα ρούχα σου δεν φελάς
κ`αι δεν ταιρκάζουν με τα δικά τους,
να μεν αντρέπουνται που τους λάς.
370
Ήρτεν το δείλις κ` οι σκλάβες πάσιν
να δκιανευτούσιν κ`αι να χαρούν
κ`αι κ`είνες πόσσω που το καφάσιν
θωρούν την στράταν κ`αι καρτερούν·
κ`΄είχαν χαράν κ` εστενεχωρκούνταν
κ` απού τα χ`αίρουνταν εθαρκούνταν
πως ήτουν Πάσκαν τους κ`είν η μέρα,
πως ήτουν ζάχαρης οι καμοί
κ`ι απού τα δέ κ`ι΄απού τα καρτέρα
πως ήτουν γρόνος η σταλαμή.
380
Βουττά ο ήλιος κ`΄η ρκά εφάνην
κ` αντάν την είδασιν πκιόν την ρκάν,
σγιάν να ποσπαστήκαν με φερμάνιν
απού την μαύρην κρεμμασταρκάν.
Έρκεται κ` εμπήκεν ποσταμένη,
δκιά τους τα ρούχα τρεμουσ`ιασμένη
κ`αι-Γληοράτε, βκιαστήτε νάκκον,
να βκούμεν έξω με το καλόν
κ`αι καρτερούν μας άλλοι στον λάκκον
κ`ι άλλοι στην βάρκαν εις τον γιαλόν.
390
Ότι κ` εντυθήκαν κ` εξεβήκαν
τέσσερ ας`κ`έλλια κ` έναν κ`αιρόν
εις την Μητρόπολην ευρεθήκαν
κ` ελακκοσύρναν ναύτες νερόν.
Ήτουν ο αρφός της με τα κοπέλλια
του καραβκιού κ`αι με τα βαρέλλια
τάχα πως ήρτασιν για να πκιάσουν
νάκκον νερόν που την εκκλης`ιάν·
μήαρε ήρταν για να ποσπάσουν
τες δκυό κοπέλλες που την Τουρκ`ιάν.
400
Λαλούν της: Θκειούλλα ΧατζηΜαρία,
εν ναγρυπνούμεν στες εκκλης`ιές
για σεν που γίνηκεςς η αιτία
κ` εποσπαστήκαμεν δκυό φτωχ`ές.
Κ`ι ευτύς αρπάξαν με τα κοπέλλια
πως ετανούσαν εις τα βαρέλλια·
κ`αι μεσ στην βάρκαν εκατεβήκαν
κ`αι μεσ στην βάρκαν με δκυό κουπκιές
εις το καράβιν τους ευρεθήκαν
κ`αι ποσπασμένες κ`αι χαροπκοιές.
410
Που το καράβιν πκιόν εδικλούσαν
Κ` είχαν ταμμάτιν τους στην στερκάν·
κ`αι τον Θεόν επαρακαλούσαν
να ξαναδούσιν νάκκον την ρκάν.
Πώξω η ρκά που κρυφοπελλέταν
που την πολλήν την χαράν επέταν.
Τότες ευτύς τα παννιά ορσάραν
κ` επκιάσαν πέλαος τον γιαλόν,
τον Κάβο-γάττην εκαβαντζάραν
κ`αι πκιόν επήαν εις το καλόν.
The painting is "Haidie, a Greek Girl" by Sir Charles Lock Eastlake (1793-1865). The background is a digitally processed detail from Delacroix's "Massacre of Chios" painting. The text of the poem was typed by Menelaos Symeonides. The bird rider is from a painting by Moebius (Jean Giraud).